Ο όρος προέρχεται από το ιταλικό mano=χέρι κι εν προκειμένω αφορά σ' αυλική τέχνη του 16ου αιώνα. Χαρακτηρίζεται ως ανάκλαση της περιόδου απογοήτευσης που επικράτησε σ' όλη την Ευρώπη, από τις λεηλασίες της Ρώμης, από Γερμανούς μισθοφόρους, μέχρι το τέλος της Συνόδου του Τριδέντο (Trento) το 1563.
Η τάση αυτή χαρακτηρίζεται από "χειρισμό" των εκάστοτε καλλιτεχνών, των μορφών της τέχνης τους, μιας και πλάθανε με το νου τους εικόνες, παρά τις παίρναν από την άμεση παρατήρηση, με φυσική συνέπεια, αφύσικες αναλογίες και γενικά ... τραβηγμένες μορφές στο έπακρο, με απώτερο σκοπό να αποδώσουνε καλύτερα, αυτό που θέλανε να πούνε!
Πρώτος τη διατύπωσε ο Λουΐτζι Λάντσι (1732-1810) από τη παράγωγη λέξη maniera=τεχνοτροπία -κυριολεκτικά-, προκειμένου να χαρακτηρίσει καλλιτεχνικές τάσεις που μετά το 1550, ακολουθήσανε το παράδειγμα των μεγάλων της Αναγέννησης.
Πρώτον όμως χαρακτηρισμό επιχείρησε ο Τζιόρτζιο Βαζάρι (1511-1574) στο τρίτο μέρος του βιβλίου του με τίτλο "Οι Βίοι Των Επιφανέστερων Ιταλών Ζωγράφων Από Τον Τσιμαμπούε Ως & Σήμερα". Εκεί λοιπόν υποστήριξε, πως αυτή η τεχνοτροπία δεν έπρεπε να περιορίζεται στην απλή αναπαραγωγή της φυσικής ομορφιάς, αλλά όφειλε ν' αντλεί έμπνευση από τους 3 μεγάλους της Αναγέννησης: Ντα Βίντσι, Ραφαήλ και -κυρίως- Μιχαήλ 'Αγγελο, που αφού κατακτήσανε τη τέλεια απόδοση των φυσικών λεπτομερειών, κάνανε την υπέρβασή τους, αγγίζοντας τη τελειότητα της ιδανικής ομορφιάς.
Αυτό λοιπόν το στυλ αναπτύχθηκε γύρω στο 1520 από τη Σχολή του Ραφαήλ στη Ρώμη. Το βιβλίο του Βαζάρι εκδόθηκε πρώτη φορά το 1550 κι αργότερα, αναθεωρημένο, επανεκδόθηκε το 1568. Η διάδοση του μανιερισμού, επιταχύνθηκε με τη κατάκτηση της Ρώμης, από τα στρατεύματα του Καρόλου Ε' το 1527, όταν οι καλλιτέχνες την εγκαταλείψαν σταδιακά. Η διασπορά τούτη, οδήγησε σε μεγάλες αλλαγές στις διάφορες πόλεις που καταφύγανε, γιατί οι φυγάδες που όμως ήτανε στενά συνδεδεμένοι με τις παραδόσεις του τόπου τους, αρχίσαν να ενσωματώνουνε το νέο στυλ, σ' έργα διαφορετικά, αλλά ομοιογενή, όσον αφορά σε μερικά χαρακτηριστικά, όπως οι υπερβολικά περίπλοκες φόρμες κι ή έντονη πνευματικότητα.
Καλλιτεχνικό ρεύμα που αναπτύχθηκε κατά την τελευταία περίοδο της Αναγέννησης κι ειδικότερα το χρονικό διάστημα 1520-1600. Είχε ως καταγωγή την Ιταλία, με κέντρα τη Ρώμη και τη Φλωρεντία κι αποτέλεσε κατά κάποιο τρόπο μίαν αντίδραση στην αισθητική της ώριμης Αναγέννησης, σηματοδοτώντας παράλληλα την μετάβαση στη μπαρόκ εποχή. Ο όρος προέρχεται από το λατινικό manierus (=τρόπος) κι η χρήση του επικράτησε κατά την περίοδο του Α' Παγκ. Πολ. προκειμένου να περιγραφεί η τέχνη του 16ου αιώνα που δεν ανήκε απόλυτα ούτε στα αναγεννησιακά πρότυπα αλλά ούτε και στο μεταγενέστερο μπαρόκ.
Ανάμεσα στα κυριότερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του στη ζωγραφική είν' η πολυπλοκότητα στη σύνθεση, η επιτήδευση στην απόδοση της ανθρώπινης έκφρασης καθώς κι η κατάργηση των αρμονικών αναλογιών της Αναγέννησης, πολλές φορές μέσω της επιμήκυνσης των ανθρώπινων χαρακτηριστικών ή με τη χρήση εξεζητημένων στάσεων. Σ' αντίθεση με τα αναγενννησιακά ιδεώδη, που αναζητούσαν τη ρεαλιστική απεικόνιση των φυσικών αναλογιών, οι εκφραστές του μανιερισμού απεικονίζουν υπερβολικά παραμορφωμένες φιγούρες προκειμένου να καλλιεργηθεί συναισθηματική ένταση. Επιπλέον, οι "καθαρές" φόρμες της Αναγέννησης εγκαταλείπονται, καθώς συχνά το κυρίως θέμα προβάλλεται σε δεύτερο πλάνο μετατοπίζοντας τη δράση αλλού και δημιουργώντας την αίσθηση της σύγχυσης. Στην αρχιτεκτονική, επίσης η αισθητική παρεκλίνει από τα αναγεννησιακά πρότυπα ενσωματώνοντας διαφορετική λιθοδομή και συνήθως βαρείς αρμούς ανάμεσα στις πέτρες των κτισμάτων. Χαρακτηριστικό δείγμα μανιεριστικής αρχιτεκτονικής αποτελεί η Villa Farnese στην περιοχή Carparola, κοντά στη πόλη της Ρώμης.
Κυριότεροι εκπρόσωποι είναι οι Ιταλοί ζωγράφοι Παρμιτζιανίνο (1503-1540), Ιάκωβος Ποντόρμο (1494-1557), Τζούλιο Ρομάνο (1492-1546) καθώς κι οι γλύπτες Μπενβενούτο Τσελίνι (1500-1571) και Τζιοβάνι Μπολόνια. Παράλληλα με τη ζωγραφική και τη γλυπτική, αποτυπώνεται και στην αρχιτεκτονική, έχοντας ως κυριότερο εκφραστή τον Τζιόρτζιο Βαζάρι (1511-1574). Στους καλλιτέχνες του ρεύματος κατατάσσεται από πολλούς και ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος καθώς στοιχεία μανιερισμού είν' εμφανή σ' ορισμένα έργα του, κυρίως θρησκευτικού περιεχομένου.